Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατὰ τὴν ς

См. также в других словарях:

  • κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

  • αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας …   Dictionary of Greek

  • αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… …   Dictionary of Greek

  • τετραδιστές — Κατά την ελληνική αρχαιότητα τ. ονομάζονταν γενικά οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν προορισμένοι από τη μοίρα να περάσουν τη ζωή τους με μόχθο, όπως ο Ηρακλής, ο οποίος γεννήθηκε κατά την τέταρτη ημέρα του μήνα έκανε μεγάλους άθλους για χάρη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»